- άσπονδο
- uzlaşmaz, uzlaşmayan
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
άσπονδος — η, ο (AM ἄσπονδος, ον) [σπονδή] αυτός που δεν δέχεται σπονδές, που δεν δέχεται συνδιαλλαγή, ο αδιάλλακτος, ο σκληρός («άσπονδος εχθρός», «άσπονδο μίσος», «ἀσπόνδους ἔχθρας», «άσπονδη εχθρότητα) νεοελλ. φρ. «άσπονδοι φίλοι» για ανθρώπους που… … Dictionary of Greek
Γουλιέλμος — I Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος δουκών της Ακουιτανίας, Γκιγιόμ (Guillaume). 1. Γ. Α’ ο Ευσεβής (; – 918). Δούκας της Aκουιτανίας (898 ή 909 918) και κόμης της Τουλούζ (885 918), γιος του Βερνάρδου κόμη της Ωβέρνης. Το 910 ίδρυσε το μοναστήρι … Dictionary of Greek
Μαργούνιος, Μάξιμος — (Χάνδακας [σημερινό Ηράκλειο] Κρήτης 1549 – Βενετία 1602). Λόγιος κληρικός και συγγραφέας. Ακολούθησε εγκύκλιες σπουδές στον Χάνδακα και κατόπιν φοίτησε στο πανεπιστήμιο της Πάντοβα (1568 77), όπου σπούδασε φιλολογία, φιλοσοφία και ιατρική.… … Dictionary of Greek
Χαρίνος — Ένας από τους αρχηγούς των πολιτικών αντιπάλων του Κίμωνα. Ο X. πρότεινε το ψήφισμα που ψηφίστηκε από την εκκλησία του δήμου με το οποίο κηρυσσόταν άσπονδο μίσος των Αθηναίων εναντίον των Μεγαρέων, οι οποίοι τότε ήταν αντίπαλοι των Αθηναίων στο… … Dictionary of Greek